ετερομήκης: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(14) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όμηκες (Α [[ἑτερομήκης]], -όμηκες)<br />αυτός που δεν έχει ίσο [[μήκος]] σε όλες τις διαστάσεις του, ο [[ανισομήκης]], ο [[ανισόπλευρος]] («ετερόμηκες [[τετράπλευρο]]» — ορθογώνιο, όχι όμως [[τετράγωνο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-όμηκες (Α [[ἑτερομήκης]], -όμηκες)<br />αυτός που δεν έχει ίσο [[μήκος]] σε όλες τις διαστάσεις του, ο [[ανισομήκης]], ο [[ανισόπλευρος]] («ετερόμηκες [[τετράπλευρο]]» — ορθογώνιο, όχι όμως [[τετράγωνο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ετερομήκης]] (ενν. [[αριθμός]])<br />ο [[αριθμός]], γινόμενο δύο παραγόντων που διαφέρουν [[κατά]] μία [[μονάδα]] (2x3, 5x6)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αριθμό) αυτός που δεν [[είναι]] [[τετράγωνος]], αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο άνισων παραγόντων («ὅσαι μὲν γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον καὶ ἐπίπεδον ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι, [[μῆκος]] ὡρισάμεθα, ὅσαι δὲ τὸν ἑτερομήκη, δυνάμεις, ὡς μήκει μὲν οὐ ξυμμέτρους ἐκείναις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑτερόμηκες</i><br />το ετερόμηκες [[τετράπλευρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μηκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>μήκης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
-όμηκες (Α ἑτερομήκης, -όμηκες)
αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» — ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός)
ο αριθμός, γινόμενο δύο παραγόντων που διαφέρουν κατά μία μονάδα (2x3, 5x6)
αρχ.
1. (για αριθμό) αυτός που δεν είναι τετράγωνος, αυτός που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό δύο άνισων παραγόντων («ὅσαι μὲν γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον καὶ ἐπίπεδον ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι, μῆκος ὡρισάμεθα, ὅσαι δὲ τὸν ἑτερομήκη, δυνάμεις, ὡς μήκει μὲν οὐ ξυμμέτρους ἐκείναις», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόμηκες
το ετερόμηκες τετράπλευρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μηκης (< μήκος), πρβλ. επι-μήκης].