τετράγωνο

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source

Greek Monolingual

το / τετράγωνον, ΝΜΑ
τετράπλευρο που έχει τις πλευρές του ίσες μεταξύ τους και τις γωνίες του ορθές
νεοελλ.
1. στρ. αμυντικός σχηματισμός του παλαιού πεζικού κατά τον οποίο καθένας από τους τέσσερεις λόχους του τάγματος σχημάτιζε πλευρά τετραγώνου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ολόπλευρη επίθεση του ιππικού
2. (στην τυπογραφία) α) τετραγωνικό τυπογραφικό στοιχείο χωρίς χαρακτήρα που χρησιμοποιείται κατά τη στοιχειοθεσία για το γέμισμα κενών στην αρχή ή στο τέλος του τυπογραφικού στίχου
β) συμβατική μονάδα μέτρησης τυπογραφικών διαστάσεων υποδιαιρούμενη σε 12 στιγμές και ισοδύναμη με 4,512 εκατοστόμετρα
3. φρ. α) «οικοδομικό τετράγωνο» ή, απλώς, «τετράγωνο» — τμήμα συνοικίας που ορίζεται από τέσσερεις οδούς
β) «τετράγωνο αριθμού»
μαθημ. το γινόμενο ενός αριθμού όταν πολλαπλασιαστεί επί τον εαυτό του, αλλ. η δεύτερη δύναμη αριθμού
γ) «μέθοδος τών μέσων τετραγώνων»
μαθημ. μέθοδος επίλυσης αλγεβρικού συστήματος όταν οι άγνωστοι είναι περισσότεροι από τις εξισώσεις του συστήματος
δ) «λογικό τετράγωνο»
(λογ.) σχήμα που επινόησε ο Ρωμαίος φιλόσοφος Βοήθιος για την παρουσίαση και απομνημόνευση τών σχέσεων μεταξύ τών προτάσεων Α, Ε, Ι, Ο, δηλαδή μεταξύ τών καθολικών καταφατικών, μερικών καταφατικών, καθολικών αποφατικών και μερικών αποφατικών, αντίστοιχα, σχήμα που είναι ένα τετράγωνο με κορυφές τις Α, Ε, Ι, Ο το οποίο τίς κατατάσσει σε ενάντιες, υπενάντιες, υπάλληλες και αντιφατικές, αλλ. τετράγωνο τών αντιθέσεων
ε) «μαγικό τετράγωνο» — τετράγωνο που είναι χωρισμένο σε μικρότερα ίσα τετράγωνα με οριζόντιες και κατακόρυφες γραμμές στα οποία είναι τοποθετημένοι αριθμοί κατά τέτοιο τρόπο ώστε το άθροισμά τους οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια να είναι το ίδιο
μσν.
τετράστοο στο αίθριο τών ναών («τούτῳ τῷ ἔτει ἐκτίσθη τετράγωνον τοῦ Ἁγίου Ιωάννου ἐν Ἀλεξάνδρείᾳ», Θεοφάν.)
αρχ.
1. (γενικά) κάθε τετράπλευρο
2. σώμα στρατού παρατεταγμένο σε σχήμα τετραγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. τετράγωνος.

Translations

square

Afrikaans: vierkant; Albanian: katror; Arabic: مُرَبَّع; Egyptian Arabic: مربع; Gulf Arabic: مربع; Armenian: քառակուսի; Asturian: cuadru, cuadráu; Azerbaijani: kvadrat; Basque: karratu; Belarusian: квадрат; Bengali: বর্গ; Bulgarian: квадрат; Burmese: စတုရန်း; Carpathian Rusyn: квадрат; Catalan: quadrat; Chinese Mandarin: 正方形; Cornish: pedrek; Czech: čtverec; Danish: kvadrat; Dutch: vierkant; Esperanto: kvadrato; Estonian: ruut; Finnish: neliö; Franco-Provençal: quarrá; French: carré; Galician: cadro, cadrado; Georgian: კვადრატი; German: Quadrat; Greek: τετράγωνο; Ancient Greek: τετράγωνον, τετράδειον; Gujarati: ચોરસ; Haitian Creole: kare; Hebrew: רִבּוּעַ; Hindi: वर्गाकार, मुरब्बा; Hungarian: négyzet; Icelandic: ferningur; Ido: quadrato; Indonesian: persegi; Ingrian: kvadratti; Irish: cearnóg; Italian: quadrato; Japanese: 正方形, 平方形; Kannada: ಚೌಕ, ಚದರ; Kazakh: квадрат, шаршы; Khmer: ចត្វ័ង្ស, ការ៉េ; Korean: 정사각형(正四角形); Kyrgyz: квадрат, чарчы; Lao: ຈະຕຸຣັດ, ຈັດຕຸລັດ; Latin: quadrum, quadratum; Latvian: kvadrāts; Lithuanian: kvadratas; Macedonian: квадрат; Malay: segi empat sama; Malayalam: സമചതുരം; Maltese: kwadru; Manx: kerrin; Maori: tapawhā rite; Marathi: चौरस, चौकोन; Mongolian Cyrillic: дөрвөлжин, квадрат, тэгш дөрвөлжин; Navajo: dikʼą́; Nepali: वर्ग; Norman: cârré; Norwegian Bokmål: kvadrat; Nynorsk: kvadrat; Occitan: carrat; Pashto: مربع; Persian Dari: مُرَبَّع; Iranian Persian: مُرَبَّع; Polish: kwadrat inan; Portuguese: quadrado; Quechua: t'asra; Romanian: pătrat, cvadrat; Russian: квадрат; Scottish Gaelic: ceàrnan, ceàrnag; Serbo-Croatian Cyrillic: ква̀дра̄т; Roman: kvàdrāt; Silesian: kwadrat; Slovak: štvorec; Slovene: kvadrat; Spanish: cuadro, cuadrado; Swedish: kvadrat, fyrkant; Tagalog: kuwadrado, parisukat; Tajik: мураббаъ; Tatar: квадрат; Telugu: చతురస్రం; Thai: สี่เหลี่ยมจัตุรัส, จัตุรัส; Tibetan: གྲུ་བཞི; Turkish: kare, dörtgen; Turkmen: kwadrat; Ukrainian: квадрат; Urdu: مُرَبَّع; Uyghur: كۋادرات; Uzbek: kvadrat; Vietnamese: vuông, hình vuông; Walloon: cwåré; Welsh: sgwâr, pedrongl, petryal; Xhosa: isikwere; Yiddish: קוואַדראַט; Zazaki: çarkusi; Zulu: isikwele