ενδεκασύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056
(11)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM ἑνδεκασύλλαβον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[ένδεκα]] συλλαβές («[[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως. ουσ.) <i>ο [[ενδεκασύλλαβος]]<br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑνδεκασύλλαβον</i><br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]].
|mltxt=-η, -ο (AM ἑνδεκασύλλαβον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[ένδεκα]] συλλαβές («[[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως. ουσ.) ο [[ενδεκασύλλαβος]]<br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑνδεκασύλλαβον</i><br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑνδεκασύλλαβον) νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ένδεκα συλλαβές («ενδεκασύλλαβος στίχος»)
2. (το αρσ. ως. ουσ.) ο ενδεκασύλλαβος
ο ενδεκασύλλαβος στίχος
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑνδεκασύλλαβον
ο ενδεκασύλλαβος στίχος.