ένδεκα

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

και έντεκα, οι, τα (AM ἕνδεκα, οι, αι, τα)
1. (άκλ. απόλ. αριθμητ.) ποσότητα που αποτελείται από μια δεκάδα και μια μονάδα
2. οἱ ἕνδεκα
οι έντεκα μαθητές του Χριστού μετά την προδοσία του Ιούδα
νεοελλ.
φρ.
1. «χαθήκαμε κι οι έντεκα» — είμαστε εντελώς χαμένοι
2. φρ. το έντεκα