πηδηχτός: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(32)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πηδητός]], -ή, -ό, Ν [[πηδώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[τάση]] να πηδάει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που περπατάει με ζωηρό, έντονο βηματισμό («πολύ [[πηδηχτός]] μάς ήρθε»)<br /><b>3.</b> αυτός που εκτελείται με πηδήματα («[[πηδηχτός]] [[χορός]]»)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πηδηχτός]]<br />[[ονομασία]] χορού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πηδηχτά</i><br />με πηδήματα.
|mltxt=και [[πηδητός]], -ή, -ό, Ν [[πηδώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[τάση]] να πηδάει<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που περπατάει με ζωηρό, έντονο βηματισμό («πολύ [[πηδηχτός]] μάς ήρθε»)<br /><b>3.</b> αυτός που εκτελείται με πηδήματα («[[πηδηχτός]] [[χορός]]»)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πηδηχτός]]<br />[[ονομασία]] χορού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πηδηχτά</i><br />με πηδήματα.
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 14 January 2019

Greek Monolingual

και πηδητός, -ή, -ό, Ν πηδώ
1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την τάση να πηδάει
2. εκείνος που περπατάει με ζωηρό, έντονο βηματισμό («πολύ πηδηχτός μάς ήρθε»)
3. αυτός που εκτελείται με πηδήματα («πηδηχτός χορός»)
4. το αρσ. ως ουσ. ο πηδηχτός
ονομασία χορού.
επίρρ...
πηδηχτά
με πηδήματα.