ανακαθιστός: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό [[ανακαθίζω]]<br /><b>1.</b> ανακαθισμένος, [[πλαγιαστός]] με το [[κορμί]] όρθιο και τα πόδια απλωμένα<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό [[ανακαθίζω]]<br /><b>1.</b> ανακαθισμένος, [[πλαγιαστός]] με το [[κορμί]] όρθιο και τα πόδια απλωμένα<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[ανακαθιστός]]<br />[[χορός]] με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό ανακαθίζω
1. ανακαθισμένος, πλαγιαστός με το κορμί όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. ως ουσ. ο ανακαθιστός
χορός με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν.