οξύρρινος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
(29) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον)<br />αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή [[μύτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον)<br />αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή [[μύτη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οξύρρινος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σελαχίων της οικογένειας ιχθύων λαμνίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥίς</i>, [[ῥινός]] «[[μύτη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πλατύ</i>-<i>ρρινος</i>]. | ||
}} | }} |