ομόζυγος: Difference between revisions
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(28) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόζυγος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον [[άλλο]], αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον ίδιο [[ζυγό]] με άλλον («[[ὁμόζυγος]] [[ἵππος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόζυγος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον [[άλλο]], αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον ίδιο [[ζυγό]] με άλλον («[[ὁμόζυγος]] [[ἵππος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ομόζυγος]]<br />[[ομοζυγώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στον ίδιο στίχο, στην [[ίδια]] [[σειρά]]<br /><b>2.</b> [[αντίστοιχος]] («τὸ ὁμόζυγον [[κῶλον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (η αιτ. του ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὁμόζυγα</i><br />από κοινού, σύμφωνα («ὁμόζυγα λατρεύοντες», Μαν.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «όμόζυγον στοιχεῑον» — [[στοιχείο]] που έχει τον ίδιο ήχο<br />β) «ὁμώνυμα καὶ ὁμόζυγα» — λεγόταν για τους οφθαλμούς, τα αφτιά και τα χέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>ζυγος</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homozygous</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόζυγος, -ον)
1. (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον άλλο, αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ίδιο ζυγό με άλλον («ὁμόζυγος ἵππος», Πλούτ.)
2. σύζυγος
νεοελλ.
βιολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόζυγος
ομοζυγώτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο στίχο, στην ίδια σειρά
2. αντίστοιχος («τὸ ὁμόζυγον κῶλον», Ιπποκρ.)
3. (η αιτ. του ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὁμόζυγα
από κοινού, σύμφωνα («ὁμόζυγα λατρεύοντες», Μαν.)
4. φρ. α) «όμόζυγον στοιχεῑον» — στοιχείο που έχει τον ίδιο ήχο
β) «ὁμώνυμα καὶ ὁμόζυγα» — λεγόταν για τους οφθαλμούς, τα αφτιά και τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ισό-ζυγος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homozygous].