οπλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(29)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ὁπλοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει όπλο, [[ένοπλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[οπλοφόρος]]<br />οπλισμένος άντρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δορυφόρος]], [[σωματοφύλακας]]<br /><b>2.</b> [[κρατικός]] [[υπάλληλος]] με δικαστικό ή θρησκευτικό [[αξίωμα]]<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] της Αθηνάς και του Άρεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=-ο (Α [[ὁπλοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει όπλο, [[ένοπλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[οπλοφόρος]]<br />οπλισμένος άντρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δορυφόρος]], [[σωματοφύλακας]]<br /><b>2.</b> [[κρατικός]] [[υπάλληλος]] με δικαστικό ή θρησκευτικό [[αξίωμα]]<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] της Αθηνάς και του Άρεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ο (Α ὁπλοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει όπλο, ένοπλος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οπλοφόρος
οπλισμένος άντρας
αρχ.
1. δορυφόρος, σωματοφύλακας
2. κρατικός υπάλληλος με δικαστικό ή θρησκευτικό αξίωμα
3. προσωνυμία της Αθηνάς και του Άρεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -φόρος].