σατιρικός: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(36)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν [[σάτιρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σάτιρα]] ως λογοτεχνικό [[είδος]] (α. «σατιρικό [[ποίημα]]» β. «[[σατιρικός]] [[συγγραφέας]]»)<br /><b>2.</b> [[σκωπτικός]], [[ειρωνικός]] («σατιρική [[διάθεση]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[σατιρικός]]<br />[[συγγραφέας]] σατιρών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σατιρικώς</i> και <i>σατιρικά</i> Ν<br />με σατιρικό τρόπο, σκωπτικά, ειρωνικά.
|mltxt=-ή, -ό, Ν [[σάτιρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σάτιρα]] ως λογοτεχνικό [[είδος]] (α. «σατιρικό [[ποίημα]]» β. «[[σατιρικός]] [[συγγραφέας]]»)<br /><b>2.</b> [[σκωπτικός]], [[ειρωνικός]] («σατιρική [[διάθεση]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σατιρικός]]<br />[[συγγραφέας]] σατιρών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σατιρικώς</i> και <i>σατιρικά</i> Ν<br />με σατιρικό τρόπο, σκωπτικά, ειρωνικά.
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σάτιρα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σάτιρα ως λογοτεχνικό είδος (α. «σατιρικό ποίημα» β. «σατιρικός συγγραφέας»)
2. σκωπτικός, ειρωνικός («σατιρική διάθεση»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο σατιρικός
συγγραφέας σατιρών.
επίρρ...
σατιρικώς και σατιρικά Ν
με σατιρικό τρόπο, σκωπτικά, ειρωνικά.