σχισματικός: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(40) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σχισματικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[σχίσμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σχίσμα]] («σχισματική [[έριδα]]»)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που έχει αποσχιστεί από το [[σώμα]] της Εκκλησίας για τη [[δημιουργία]] ιδιαίτερης θρησκευτικής κοινότητας, η οποία συνεπάγεται την επίσημη εκκλησιαστική [[καταδίκη]] με συνοδική [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[σχισματικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[σχίσμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[σχίσμα]] («σχισματική [[έριδα]]»)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που έχει αποσχιστεί από το [[σώμα]] της Εκκλησίας για τη [[δημιουργία]] ιδιαίτερης θρησκευτικής κοινότητας, η οποία συνεπάγεται την επίσημη εκκλησιαστική [[καταδίκη]] με συνοδική [[απόφαση]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σχισματικός]]<br />αυτός που υποστηρίζει το [[σχίσμα]] τών Εκκλησιών. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 14 January 2019
German (Pape)
[Seite 1056] die Spaltung, die Trennung betreffend, dazu gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχισμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σχίσμα, Κυπριαν. Ἐπιστ. 71, 1, Εὐσέβ. ΙΙ, 105, 7C, Ἀθαν. Ι, 268, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σχισματικός, -ή, -όν, ΝΜ σχίσμα, -ατος]
1. εκκλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχίσμα («σχισματική έριδα»)
2. εκκλ. αυτός που έχει αποσχιστεί από το σώμα της Εκκλησίας για τη δημιουργία ιδιαίτερης θρησκευτικής κοινότητας, η οποία συνεπάγεται την επίσημη εκκλησιαστική καταδίκη με συνοδική απόφαση
3. το αρσ. ως ουσ. ο σχισματικός
αυτός που υποστηρίζει το σχίσμα τών Εκκλησιών.