κοσκινιστής: Difference between revisions
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
(21) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α<br /><b>1.</b> αυτός που κοσκινίζει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b | |mltxt=ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α<br /><b>1.</b> αυτός που κοσκινίζει<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> η [[κοσκινίστρα]]<br />[[πλέγμα]] από [[σύρμα]] με οπές διαφόρων, [[κατά]] [[περίπτωση]], μεγεθών που χρησιμοποιείται για το [[κοσκίνισμα]] χώματος και άλλων υλικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοσκινίζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α
1. αυτός που κοσκινίζει
2. το θηλ. η κοσκινίστρα
πλέγμα από σύρμα με οπές διαφόρων, κατά περίπτωση, μεγεθών που χρησιμοποιείται για το κοσκίνισμα χώματος και άλλων υλικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδαμάντιο Κοραή].