οινοπαραγωγός: Difference between revisions
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
(28) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που παράγει οίνο («η Γαλλία [[είναι]] [[οινοπαραγωγός]] [[χώρα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, | |mltxt=-ό<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που παράγει οίνο («η Γαλλία [[είναι]] [[οινοπαραγωγός]] [[χώρα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, η [[οινοπαραγωγός]]<br />[[ιδιοκτήτης]] αμπελιών και εγκαταστάσεων παραγωγής οίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[παραγωγός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ό
1. (για τόπο) αυτός που παράγει οίνο («η Γαλλία είναι οινοπαραγωγός χώρα»)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η οινοπαραγωγός
ιδιοκτήτης αμπελιών και εγκαταστάσεων παραγωγής οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].