οινοπαραγωγός

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source

Greek Monolingual


1. (για τόπο) αυτός που παράγει οίνο («η Γαλλία είναι οινοπαραγωγός χώρα»)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η οινοπαραγωγός
ιδιοκτήτης αμπελιών και εγκαταστάσεων παραγωγής οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].