ενδόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(11) |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που καρποφορεί εσωτερικά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που καρποφορεί εσωτερικά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τα [[ενδόκαρπα]]<br />τα [[κνιδόζωα]] τών οποίων τα γεννητικά προϊόντα παράγονται από το [[ενδόδερμα]]. | ||
}} | }} |