Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ενδόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(11)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που καρποφορεί εσωτερικά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα [[ενδόκαρπα]]<br />τα [[κνιδόζωα]] τών οποίων τα γεννητικά προϊόντα παράγονται από το [[ενδόδερμα]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που καρποφορεί εσωτερικά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τα [[ενδόκαρπα]]<br />τα [[κνιδόζωα]] τών οποίων τα γεννητικά προϊόντα παράγονται από το [[ενδόδερμα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που καρποφορεί εσωτερικά
2. το ουδ. ως ουσ. τα ενδόκαρπα
τα κνιδόζωα τών οποίων τα γεννητικά προϊόντα παράγονται από το ενδόδερμα.