τραβηχτικός: Difference between revisions
From LSJ
(41) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και τραβηκτικός, -ή, ό, Ν [[τραβηχτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που τραβάει, που προσελκύει το [[ενδιαφέρον]] (α. «[[τραβηχτικός]] άντρας» β. «τραβηχτική [[γυναίκα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=και τραβηκτικός, -ή, ό, Ν [[τραβηχτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που τραβάει, που προσελκύει το [[ενδιαφέρον]] (α. «[[τραβηχτικός]] άντρας» β. «τραβηχτική [[γυναίκα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τραβηκτική]]<br />η [[συναλλαγματική]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τραβηκτικά δικαιώματα» — τα δικαιώματα τμηματικής ανάληψης ενός ποσού από έναν πιστωτικό οργανισμό του εσωτερικού ή του εξωτερικού<br />β) «ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα»<br /><b>(οικον.)</b> [[μέσο]] για τη [[διευκόλυνση]] τών διεθνών πληρωμών που καθιέρωσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο<br />γ) «[[τραβηκτική]] πιστωτική [[επιστολή]]» — [[επιστολή]] την οποία απευθύνει [[προς]] την [[τράπεζα]] ο [[κάτοχος]] πιστωτικής επιστολής και με την οποία πληροφορεί την [[τράπεζα]] ότι προτίθεται να κάνει τμηματικές αναλήψεις του δανείου που του έχει εγκριθεί. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 14 January 2019
Greek Monolingual
και τραβηκτικός, -ή, ό, Ν τραβηχτός
1. αυτός που τραβάει, που προσελκύει το ενδιαφέρον (α. «τραβηχτικός άντρας» β. «τραβηχτική γυναίκα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τραβηκτική
η συναλλαγματική
3. φρ. α) «τραβηκτικά δικαιώματα» — τα δικαιώματα τμηματικής ανάληψης ενός ποσού από έναν πιστωτικό οργανισμό του εσωτερικού ή του εξωτερικού
β) «ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα»
(οικον.) μέσο για τη διευκόλυνση τών διεθνών πληρωμών που καθιέρωσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
γ) «τραβηκτική πιστωτική επιστολή» — επιστολή την οποία απευθύνει προς την τράπεζα ο κάτοχος πιστωτικής επιστολής και με την οποία πληροφορεί την τράπεζα ότι προτίθεται να κάνει τμηματικές αναλήψεις του δανείου που του έχει εγκριθεί.