ψαρής: Difference between revisions
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
(47c) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ιά, -ί, και [[ψαρύς]], -ιά, -ύ, Ν<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, [[ψαρός]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και [[κυρίως]] για άλογα) αυτός που έχει [[τρίχωμα]] γκρίζου χρώματος<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ιά, -ί, και [[ψαρύς]], -ιά, -ύ, Ν<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, [[ψαρός]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και [[κυρίως]] για άλογα) αυτός που έχει [[τρίχωμα]] γκρίζου χρώματος<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ψαρής]]<br />το γκρίζο [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ψάρ</i> «[[είδος]] πουλιού») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ής</i>, δηλωτική χρώματος, ενώ [[αρχικός]] τ. του συστήματος [[είναι]] το ουδ. <i>ψαρί</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλασσί</i>: [[θαλασσής]]). Ο τ. [[ψαρύς]] [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ύς</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ιά, -ί, και ψαρύς, -ιά, -ύ, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, ψαρός
2. (για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που έχει τρίχωμα γκρίζου χρώματος
3. το αρσ. ως ουσ. ο ψαρής
το γκρίζο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός (< ψάρ «είδος πουλιού») + κατάλ. -ής, δηλωτική χρώματος, ενώ αρχικός τ. του συστήματος είναι το ουδ. ψαρί (πρβλ. θαλασσί: θαλασσής). Ο τ. ψαρύς κατά τα επίθ. σε -ύς].