έξαλος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(12)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλος]], -ον) [[άλς</i>, <i>αλός]]<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[έξαλα]] (AM ἔξαλα)<br />τα τμήματα του σκάφους που βρίσκονται έξω από τη [[θάλασσα]], [[πάνω]] από την ίσαλο [[γραμμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκάφος]]) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη [[θάλασσα]] στην [[αμμουδιά]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[εκείνος]] που βρίσκεται [[μακριά]] από τη [[θάλασσα]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξαλος]], -ον) [[άλς</i>, <i>αλός]]<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[έξαλα]] (AM ἔξαλα)<br />τα τμήματα του σκάφους που βρίσκονται έξω από τη [[θάλασσα]], [[πάνω]] από την ίσαλο [[γραμμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[σκάφος]]) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη [[θάλασσα]] στην [[αμμουδιά]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) [[εκείνος]] που βρίσκεται [[μακριά]] από τη [[θάλασσα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔξαλος, -ον) [[άλς, αλός]]
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έξαλα (AM ἔξαλα)
τα τμήματα του σκάφους που βρίσκονται έξω από τη θάλασσα, πάνω από την ίσαλο γραμμή
αρχ.
1. (για σκάφος) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη θάλασσα στην αμμουδιά
2. (για τόπο) εκείνος που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα.