ρύσιον: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(36)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[ῥύτιον]], τὸ, Α [[ῥυτός]] (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το [[λάφυρο]], η [[λεία]] («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς [[δίκην]] τοῡ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως [[εγγύηση]], το [[ενέχυρο]] («[[ῥύσιον]] θεὶς τὸν παῑδα», <b>Ιώσ.</b>)<br />γ) αυτό που λαμβάνεται ως [[αποζημίωση]] («φόνου φόνον [[ῥύσιον]] τείσω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[ῥύσια]]<br />α) [[απαίτηση]] αποζημίωσης για πρόσωπα ή πράγματα που αρπάχθηκαν ή καταλήφθηκαν με τη βία<br />β) [[αντίποινα]] («[[ῥύσια]] κατήγγειλαν τοῑς Ῥοδίοις», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=και δωρ. τ. [[ῥύτιον]], τὸ, Α [[ῥυτός]] (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το [[λάφυρο]], η [[λεία]] («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς [[δίκην]] τοῡ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως [[εγγύηση]], το [[ενέχυρο]] («[[ῥύσιον]] θεὶς τὸν παῑδα», <b>Ιώσ.</b>)<br />γ) αυτό που λαμβάνεται ως [[αποζημίωση]] («φόνου φόνον [[ῥύσιον]] τείσω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[ῥύσια]]<br />α) [[απαίτηση]] αποζημίωσης για πρόσωπα ή πράγματα που αρπάχθηκαν ή καταλήφθηκαν με τη βία<br />β) [[αντίποινα]] («[[ῥύσια]] κατήγγειλαν τοῑς Ῥοδίοις», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α ῥυτός (ΙΙ)]
1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῡ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», Αισχύλ.)
β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το ενέχυροῥύσιον θεὶς τὸν παῑδα», Ιώσ.)
γ) αυτό που λαμβάνεται ως αποζημίωση («φόνου φόνον ῥύσιον τείσω», Σοφ.)
2. στον πληθ. τὰ ῥύσια
α) απαίτηση αποζημίωσης για πρόσωπα ή πράγματα που αρπάχθηκαν ή καταλήφθηκαν με τη βία
β) αντίποιναῥύσια κατήγγειλαν τοῑς Ῥοδίοις», Πολ.).