αντίποινα
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
Greek Monolingual
τα (Α ἀντίποινα) ποινή
1. ανταπόδοση κακού, αντεκδίκηση, τιμωρία
2. καταπιεστικά μέτρα που παίρνει ένα κράτος για παράνομες πράξεις άλλου κράτους με σκοπό να το εξαναγκάσει να συμμορφωθεί με τις επιταγές της έννομης τάξης
αρχ.
τιμωρία για εξιλέωση.