κυκλιακός: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(22) |
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυκλιακός]], -ή, -όν (Α) [[κύκλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον κύκλο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=[[κυκλιακός]], -ή, -όν (Α) [[κύκλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον κύκλο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[κυκλιακά]] [[τίτλος]] συγγράμματος του Φιλίππου του Οπουντίου. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 14 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, only neut. pl., τὰ κ.
A treatise on the circle, by Philippus of Opus, Suid.s.v. φιλόσοφος.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλιακός: -ή, -όν, κυκλικός, τά κ., πραγματεία περὶ κύκλου, Σουΐδ.
Greek Monolingual
κυκλιακός, -ή, -όν (Α) κύκλος
1. αυτός που αναφέρεται στον κύκλο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυκλιακά τίτλος συγγράμματος του Φιλίππου του Οπουντίου.