κυκλιακός
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
κυκλιακή, κυκλιακόν, only neut. pl., τὰ κ. treatise on the circle, by Philippus of Opus, Suid.s.v. φιλόσοφος.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλιακός: -ή, -όν, κυκλικός, τά κ., πραγματεία περὶ κύκλου, Σουΐδ.
Greek Monolingual
κυκλιακός, -ή, -όν (Α) κύκλος
1. αυτός που αναφέρεται στον κύκλο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κυκλιακά τίτλος συγγράμματος του Φιλίππου του Οπουντίου.