άβατος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄβατος]], -ον) [[βαίνω]]<br />[[απάτητος]], [[απροσπέλαστος]], [[αδιάβατος]], [[δυσπρόσιτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιερός]], [[καθαρός]], [[αγνός]]<br /><b>2.</b> (για θηλ. ζώα και ειρων. για γυναίκες) [[αβάτευτος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[άβατον]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄβατος]], -ον) [[βαίνω]]<br />[[απάτητος]], [[απροσπέλαστος]], [[αδιάβατος]], [[δυσπρόσιτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιερός]], [[καθαρός]], [[αγνός]]<br /><b>2.</b> (για θηλ. ζώα και ειρων. για γυναίκες) [[αβάτευτος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[άβατον]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄβατος, -ον) βαίνω
απάτητος, απροσπέλαστος, αδιάβατος, δυσπρόσιτος
αρχ.
1. ιερός, καθαρός, αγνός
2. (για θηλ. ζώα και ειρων. για γυναίκες) αβάτευτος
το ουδ. ως ουσ. το άβατον.