ισχέπλινθον: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(18) |
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἰσχέπλινθον, τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b | |mltxt=ἰσχέπλινθον, τὸ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> τὰ [[ἰσχέπλινθα]]<br />τα όρθια ξύλα [[γύρω]] από την πόρτα τα οποία χρησιμεύουν για τη [[συγκράτηση]] τών πλίνθων, ορθοστάτες, παραστάδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. <i>ἔχω</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πλίνθος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
ἰσχέπλινθον, τὸ (Α)
στον πληθ. τὰ ἰσχέπλινθα
τα όρθια ξύλα γύρω από την πόρτα τα οποία χρησιμεύουν για τη συγκράτηση τών πλίνθων, ορθοστάτες, παραστάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. ἐχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + πλίνθος.