ξαντός: Difference between revisions
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό [[ξαίνω]]<br /><b>1.</b> ξασμένος, λαναρισμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο [[ξαντός]], | |mltxt=-ή, -ό [[ξαίνω]]<br /><b>1.</b> ξασμένος, λαναρισμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο [[ξαντός]], το [[ξαντό]]<br />α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για [[επίδεση]] τραυμάτων [[αντί]] για [[γάζα]]<br />β) κουρέλια<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[είδος]] χοντρού υφάσματος που παράγεται από χοντρές συνεστραμμένες ίνες. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό ξαίνω
1. ξασμένος, λαναρισμένος
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ξαντός, το ξαντό
α) κομμάτια ή νήματα από παλιό λινό ύφασμα τα οποία χρησιμοποιούνται για επίδεση τραυμάτων αντί για γάζα
β) κουρέλια
3. (το ουδ.) είδος χοντρού υφάσματος που παράγεται από χοντρές συνεστραμμένες ίνες.