ισόγειος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(18)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ισόγειο]]<br />όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του εδάφους, ο [[ισόγειος]] όροφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισογείως</i> και <i>ισόγεια</i><br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], με τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>γειος</i>, <i>μελανό</i>-<i>γειος</i>].
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ισόγειο]]<br />όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του εδάφους, ο [[ισόγειος]] όροφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισογείως</i> και <i>ισόγεια</i><br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], με τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>γειος</i>, <i>μελανό</i>-<i>γειος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το έδαφος
2. το ουδ. ως ουσ. το ισόγειο
όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους, ο ισόγειος όροφος.
επίρρ...
ισογείως και ισόγεια
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, με τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γειος (< γῆ), πρβλ. λευκό-γειος, μελανό-γειος].