εύζωμος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ εὔζωμος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο ζωμό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[εὔζωμον]]<br />αρωματικό [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζωμός]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ εὔζωμος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο ζωμό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[εὔζωμον]]<br />αρωματικό [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζωμός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔζωμος, -ον)
1. αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο ζωμό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔζωμον
αρωματικό φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωμός.