ημίτομος: Difference between revisions
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
(16) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἡμίτομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για βιβλία) ο [[μισός]] [[τόμος]] από μια [[σειρά]] τόμων ενός συγγράμματος ή και [[τμήμα]] μόνο ενός [[τόμου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[ημισέληνος]], [[μηνοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἡμίτομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για βιβλία) ο [[μισός]] [[τόμος]] από μια [[σειρά]] τόμων ενός συγγράμματος ή και [[τμήμα]] μόνο ενός [[τόμου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τη [[σελήνη]]) [[ημισέληνος]], [[μηνοειδής]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμίτομος]]<br />[[είδος]] επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμίτομος]]<br />[[είδος]] ποτηριού<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἡμίτομον</i><br />το μισό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡμίτομα ξύλα» — κορμοί ή χοντροί κλάδοι σχισμένοι στα δύο<br />β) «[[ἡμίτομος]] [[ἀρχή]]» — η [[αρχή]] που ασκείται από δύο άρχοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>από</i>-<i>τομος</i>, [[ευθύ]]-<i>τομος</i>.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἡμίτομος, -ον)
νεοελλ.
(για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου
αρχ.
1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος
είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος
είδος ποτηριού
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμίτομον
το μισό
4. φρ. α) «ἡμίτομα ξύλα» — κορμοί ή χοντροί κλάδοι σχισμένοι στα δύο
β) «ἡμίτομος ἀρχή» — η αρχή που ασκείται από δύο άρχοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. από-τομος, ευθύ-τομος.].