έκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(11)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕκτωρ]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει [[γερά]] (και επίθ. του [[Διός]])<br />(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (<b>Λυκόφρ.</b>)<br />συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἕκτωρ]]<br />α) [[είδος]] άγκυρας<br />β) [[κεκρύφαλος]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ» <br />δ) (ως κύρ. όνομ.) <i>Ἕκτωρ</i> στον Όμηρ.<br />το [[στήριγμα]], ο [[προστάτης]], ο [[υπερασπιστής]] της Τροίας.
|mltxt=[[ἕκτωρ]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει [[γερά]] (και επίθ. του [[Διός]])<br />(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (<b>Λυκόφρ.</b>)<br />συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἕκτωρ]]<br />α) [[είδος]] άγκυρας<br />β) [[κεκρύφαλος]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ» <br />δ) (ως κύρ. όνομ.) <i>Ἕκτωρ</i> στον Όμηρ.<br />το [[στήριγμα]], ο [[προστάτης]], ο [[υπερασπιστής]] της Τροίας.
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἕκτωρ, ο, η (Α)
1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. του Διός)
(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.)
συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων
2. το αρσ. ως ουσ.ἕκτωρ
α) είδος άγκυρας
β) κεκρύφαλος
γ) στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ»
δ) (ως κύρ. όνομ.) Ἕκτωρ στον Όμηρ.
το στήριγμα, ο προστάτης, ο υπερασπιστής της Τροίας.