ἕκτωρ

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕκτωρ Medium diacritics: ἕκτωρ Low diacritics: έκτωρ Capitals: ΕΚΤΩΡ
Transliteration A: héktōr Transliteration B: hektōr Transliteration C: ektor Beta Code: e(/ktwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, (ἔχω, cf. Pl.Cra.393a)
A holding fast, v.l.for ἕστωρ, Il.24.272, cf. EM383.25; epithet of Zeus, Sapph.157; of anchors, ἕκτορες πλημμυρίδος Lyc.100, cf. Luc.Lex.15: as substantive, = κροκύφαντος, hair-net, Leon. ap. Hsch.; also pl., = πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ, Id.
II Hom. only as pr. n. Hector, the prop or stay of Troy, οἶος γὰρ ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ Il.6.403:—Adj. Ἑκτόρεος, α or η, ον, also ος, ον E.Rh. 1 (anap.):—of Hector, Hom., B.12.154, etc.: also Ἑκτόρειος, ον, Anaxil.38; κόμαι Lyc.1133.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
I ref. cosas lo que sujeta o mantiene
1 clavija o pezón encajado en la lanza del carro para uncirlo, l. antigua de Il.24.272 en Sch.Gen.ad loc. (p.212), cf. EM 383.25G., ἕκτορες· πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ Hsch.
2 tejido de malla, redecilla Leonidas en Hsch., cf. κροκύφαντος, κεκρύφαλος.
3 dicho de anclas ἕκτορες πλημμυρίδος sujeción ante la marea Lyc.100, ἕκτοράς τινας ἀμφιστόμους ... καὶ ναυσιπέδας Luc.Lex.15.
II ref. dioses o pers. el mantenedor o salvaguarda epít. de Zeus, Sapph.180, sobrenombre que los frigios daban a Darío, Hsch.s.u. Δαρεῖος
cuasi sinón. de ἄναξ: ὁ γὰρ «ἄναξ» καὶ ὁ «ἕκτωρ» σχεδόν τι ταὐτὸν σημαίνει rel. c. la etim. de ἔχω Pl.Cra.393a.

German (Pape)

[Seite 784] ορος, ὁ, der Festhalter, Anker; Luc. Lexiph. 15; Lycophr. 100; vgl. ἕστωρ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui tient fortement, qui retient : ὁ ἕκτωρ LUC ancre.
Étymologie: ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἕκτωρ: ορος ὁ ἔχω
1 держатель: ἕκτορες ἀμφίστομοι Luc. = ἄγκυραι;
2 вседержитель, хранитель (Ζεύς Sappho).

Greek (Liddell-Scott)

ἕκτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (ἔχω, ἕξω) ὁ σταθερῶς, ἰσχυρῶς κρατῶν, ἐπίθ. τοῦ Διός, Σαπφὼ 149· ὡσαύτως ἐπὶ δικτύου, Λεωνίδης Ταραντ. παρ’ Ἡσυχ.· ἐπὶ ἀγκυρῶν, Λουκ. Λεξιφ. 15, ἃς καλεῖ ὁ Λυκόφρ. (στ. 100) ἕκτορας πλημμυρίδος, «κωλυτὰς τῶν κυμάτων» Σχόλ., πρβλ. ἕστωρ. ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, ὁ Ἕκτωρ, τὸ ἔρεισμα τῆς Τροίας, οἷος γὰρ ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ Ἰλ. Ζ. 403: - ἐντεῦθεν Ἑκτόρεος, α, ἢ η, ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ρῆσ. 1· τοῦ Ἕκτορος, Ὁμ., κτλ.· ὡσαύτως Ἑκτόρειος, α, ον, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 6, Λυκόφρ. 1133.

Greek Monolingual

ἕκτωρ, ο, η (Α)
1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. του Διός)
(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.)
συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων
2. το αρσ. ως ουσ.ἕκτωρ
α) είδος άγκυρας
β) κεκρύφαλος
γ) στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ»
δ) (ως κύρ. όνομ.) Ἕκτωρ στον Όμηρ.
το στήριγμα, ο προστάτης, ο υπερασπιστής της Τροίας.