Κηφίσιος: Difference between revisions
From LSJ
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
m (Text replacement - "*" to "*") |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Κηφίσιος]], δωρ. τ. Καφίσιος, -ία, -ον (Α) [[Κηφισός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κηφισό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[Κηφίσιος]], δωρ. τ. Καφίσιος, -ία, -ον (Α) [[Κηφισός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κηφισό<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[Κηφίσιος]] (ενν. <i>μήν</i>)<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στην Κω. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Κηφίσιος:''' дор. Κᾱφίσιος 3 (φῑ) кефисский Pind. | |elrutext='''Κηφίσιος:''' дор. Κᾱφίσιος 3 (φῑ) кефисский Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 14 January 2019
English (LSJ)
Dor. Κᾱφ-, ὁ (sc. μήν), name of month at Cos, SIG 953.27 (ii B.C.).
Greek Monolingual
Κηφίσιος, δωρ. τ. Καφίσιος, -ία, -ον (Α) Κηφισός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κηφισό
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κηφίσιος (ενν. μήν)
ονομασία ενός μήνα στην Κω.
Russian (Dvoretsky)
Κηφίσιος: дор. Κᾱφίσιος 3 (φῑ) кефисский Pind.