επτάμηνος: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑπτάμηνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[επτά]] μήνες («επτάμηνη [[προθεσμία]], [[παράταση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επτάμηνο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] [[επτά]] μηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο [[μήνα]] [[μετά]] τη σύλληψή του, ο [[εφταμηνίτικος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἑπτάμηνος]]<br />το επτάμηνο.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑπτάμηνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[επτά]] μήνες («επτάμηνη [[προθεσμία]], [[παράταση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επτάμηνο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] [[επτά]] μηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο [[μήνα]] [[μετά]] τη σύλληψή του, ο [[εφταμηνίτικος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἑπτάμηνος]]<br />το επτάμηνο.
}}
}}

Latest revision as of 14:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑπτάμηνος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί επτά μήνες («επτάμηνη προθεσμία, παράταση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επτάμηνο
χρονικό διάστημα επτά μηνών
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο μήνα μετά τη σύλληψή του, ο εφταμηνίτικος
2. το θηλ. ως ουσ.ἑπτάμηνος
το επτάμηνο.