μυοδόχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(26)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυοδόχος]] και ιων. τ. [[μυοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται, που κρύβει ποντίκια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μυοδόχος]]<br />η [[τρύπα]] της φωλιάς του ποντικού, η [[ποντικότρυπα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> / -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[ξενοδόχος]]].
|mltxt=[[μυοδόχος]] και ιων. τ. [[μυοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται, που κρύβει ποντίκια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μυοδόχος]]<br />η [[τρύπα]] της φωλιάς του ποντικού, η [[ποντικότρυπα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> / -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[ξενοδόχος]]].
}}
}}

Revision as of 14:35, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠοδόχος Medium diacritics: μυοδόχος Low diacritics: μυοδόχος Capitals: ΜΥΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: myodóchos Transliteration B: myodochos Transliteration C: myodochos Beta Code: muodo/xos

English (LSJ)

Ion. μῠο-δόκος, ον,

   A harbouring mice, γρῶναι Nic. Th.795. [ῡ metrigr.]    II Subst. μυοδόχος, ὁ, mouse-hole, prob. in Thphr.HP5.4.5.

Greek (Liddell-Scott)

μυοδόχος: Ἰων. -δόκος, ον, ὁ δεχόμενος, κρύπτων μῦς, Νικ. Θηρ. 795 [ῡ ἐν ἄρσει].

Greek Monolingual

μυοδόχος και ιων. τ. μυοδόκος, -ον (Α)
1. αυτός που δέχεται, που κρύβει ποντίκια
2. το αρσ. ως ουσ.μυοδόχος
η τρύπα της φωλιάς του ποντικού, η ποντικότρυπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -δόχος / -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος].