επιτίμαιος: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιτίμαιος]] και ἐπιτιμαῑος, ὁ (Α)<br />(κωμ. [[παρωνύμιο]] του ιστορικού Τιμαίου), αυτός που του αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους<br />(«διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρατσούκλι ([[παρωνύμιο]]) του ιστορικού Τιμαίου: [[επιτίμαιος]] <span style="color: red;"><</span> [[επιτιμώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τιμαίος]] ( | |mltxt=[[ἐπιτίμαιος]] και ἐπιτιμαῑος, ὁ (Α)<br />(κωμ. [[παρωνύμιο]] του ιστορικού Τιμαίου), αυτός που του αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους<br />(«διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρατσούκλι ([[παρωνύμιο]]) του ιστορικού Τιμαίου: [[επιτίμαιος]] <span style="color: red;"><</span> [[επιτιμώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τιμαίος]] (> <i>Τίμαιος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[τιμώ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 15 January 2019
Greek Monolingual
ἐπιτίμαιος και ἐπιτιμαῑος, ὁ (Α)
(κωμ. παρωνύμιο του ιστορικού Τιμαίου), αυτός που του αρέσει να βρίσκει σφάλματα και να κατηγορεί τους άλλους
(«διά τήν ὑπερβολήν τῆς ἐπιτιμήσεως Ἐπιτίμαιος... ὠνομάσθη», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρατσούκλι (παρωνύμιο) του ιστορικού Τιμαίου: επιτίμαιος < επιτιμώ (πρβλ. τιμαίος (> Τίμαιος) < τιμώ].