τιμαίος

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που έχει μεγάλη αξία, πολύτιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος)].