τιμαίος

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που έχει μεγάλη αξία, πολύτιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος)].