εκάεργος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑκάεργος]], ο (θηλ. ἑκαέργη &GT; δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί από [[μακριά]]<br /><b>2.</b> ὁ [[Ἑκάεργος]]<br />(ως επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει [[μακριά]] το [[τόξο]]<br /><b>3.</b> <i>ἡ Ἑκαέργη</i> (ως επίθ. της Αρτέμιδος).
|mltxt=[[ἑκάεργος]], ο (θηλ. ἑκαέργη > δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ενεργεί από [[μακριά]]<br /><b>2.</b> ὁ [[Ἑκάεργος]]<br />(ως επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει [[μακριά]] το [[τόξο]]<br /><b>3.</b> <i>ἡ Ἑκαέργη</i> (ως επίθ. της Αρτέμιδος).
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

ἑκάεργος, ο (θηλ. ἑκαέργη > δωρ. τ. ἑκαέργα) (Α)
1. αυτός που ενεργεί από μακριά
2.Ἑκάεργος
(ως επίθ. του Απόλλωνος) αυτός που ρίχνει μακριά το τόξο
3. ἡ Ἑκαέργη (ως επίθ. της Αρτέμιδος).