μαιευτήρας: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(23)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, θηλ. [[μαιεύτρια]]<br />[[γιατρός]] ειδικευμένος στη [[μαιευτική]] και στη [[γυναικολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαιεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (&GT; -<i>τήρας</i>)].
|mltxt=ο, η, θηλ. [[μαιεύτρια]]<br />[[γιατρός]] ειδικευμένος στη [[μαιευτική]] και στη [[γυναικολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαιεύω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (> -<i>τήρας</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

ο, η, θηλ. μαιεύτρια
γιατρός ειδικευμένος στη μαιευτική και στη γυναικολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύω + επίθημα -τήρ (> -τήρας)].