ουρανόχρους: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(30) |
mNo edit summary |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|mltxt=-ουν (Α οὐρανόχρους, -ουν και -οος, -οον και οὐρανόχρως, -ων)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] ή τη [[φωτεινότητα]] του ουρανού, [[γαλάζιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]], [[χροός]] «[[επιδερμίδα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>χρους</i>)]. | |mltxt=-ουν (Α οὐρανόχρους, -ουν και -οος, -οον και οὐρανόχρως, -ων)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] ή τη [[φωτεινότητα]] του ουρανού, [[γαλάζιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]], [[χροός]] «[[επιδερμίδα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>χρους</i>)]. | ||
}} | }} | ||
==English== | |||
[[sky-coloured]], [[sky-colored]] |
Revision as of 10:54, 27 January 2019
Greek Monolingual
-ουν (Α οὐρανόχρους, -ουν και -οος, -οον και οὐρανόχρως, -ων)
αυτός που έχει το χρώμα ή τη φωτεινότητα του ουρανού, γαλάζιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + χρώς, χροός «επιδερμίδα» (πρβλ. θαλασσό-χρους)].