εμπύρευμα: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(11) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐμπύρευμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή [[ποσότητα]] εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] μεταδόσεως της εκρήξεως στην [[πυρίτιδα]] φυσιγγίου ή σε [[άλλη]] εκρηκτική ύλη, κν. [[καψούλι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αναμμένο [[κάρβουνο]] σκεπασμένο με [[στάχτη]], [[υπόλειμμα]] φωτιάς που χρησιμεύει για να αναφθεί και [[πάλι]] [[φωτιά]], κν. [[προσάναμμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρόρμηση]], [[έναυσμα]] («ὀλίγον ἐκ | |mltxt=το (AM [[ἐμπύρευμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />μικρή [[ποσότητα]] εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται ως [[μέσο]] μεταδόσεως της εκρήξεως στην [[πυρίτιδα]] φυσιγγίου ή σε [[άλλη]] εκρηκτική ύλη, κν. [[καψούλι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αναμμένο [[κάρβουνο]] σκεπασμένο με [[στάχτη]], [[υπόλειμμα]] φωτιάς που χρησιμεύει για να αναφθεί και [[πάλι]] [[φωτιά]], κν. [[προσάναμμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρόρμηση]], [[έναυσμα]] («ὀλίγον ἐκ τοῦ πρότερον ἔρωτος [[ἐμπύρευμα]] λαβών», Ευστάθ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
το (AM ἐμπύρευμα)
νεοελλ.
μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται ως μέσο μεταδόσεως της εκρήξεως στην πυρίτιδα φυσιγγίου ή σε άλλη εκρηκτική ύλη, κν. καψούλι
αρχ.-μσν.
1. αναμμένο κάρβουνο σκεπασμένο με στάχτη, υπόλειμμα φωτιάς που χρησιμεύει για να αναφθεί και πάλι φωτιά, κν. προσάναμμα
2. μτφ. παρόρμηση, έναυσμα («ὀλίγον ἐκ τοῦ πρότερον ἔρωτος ἐμπύρευμα λαβών», Ευστάθ.).