άσκευος: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(6)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσκευος]], -ον (AM) [[σκεύος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει σκεύη<br /><b>2.</b> αυτός που στερείται [[κάτι]] αναγκαίο<br /><b>μσν.</b><br />«τον ἄσκευον και ἄυλον διαθλευόντων βίον» — για την ασκητική ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[απροετοίμαστος]]<br /><b>2.</b> ο [[ανεπιτήδευτος]], ο [[απλός]]<br /><b>3.</b> <i>ἄσκευοι</i><br />στρατιώτες με ελαφρό οπλισμό<br /><b>4.</b> (με γεν.) «ἄσκευοι ἀσπίδων καὶ στρατοῡ» — [[χωρίς]] όπλα και στρατό.
|mltxt=[[ἄσκευος]], -ον (AM) [[σκεύος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει σκεύη<br /><b>2.</b> αυτός που στερείται [[κάτι]] αναγκαίο<br /><b>μσν.</b><br />«τον ἄσκευον και ἄυλον διαθλευόντων βίον» — για την ασκητική ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[απροετοίμαστος]]<br /><b>2.</b> ο [[ανεπιτήδευτος]], ο [[απλός]]<br /><b>3.</b> <i>ἄσκευοι</i><br />στρατιώτες με ελαφρό οπλισμό<br /><b>4.</b> (με γεν.) «ἄσκευοι ἀσπίδων καὶ στρατοῦ» — [[χωρίς]] όπλα και στρατό.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἄσκευος, -ον (AM) σκεύος
1. αυτός που δεν έχει σκεύη
2. αυτός που στερείται κάτι αναγκαίο
μσν.
«τον ἄσκευον και ἄυλον διαθλευόντων βίον» — για την ασκητική ζωή
αρχ.
1. ο απροετοίμαστος
2. ο ανεπιτήδευτος, ο απλός
3. ἄσκευοι
στρατιώτες με ελαφρό οπλισμό
4. (με γεν.) «ἄσκευοι ἀσπίδων καὶ στρατοῦ» — χωρίς όπλα και στρατό.