επισκοτίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
(13)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπισκοτίζω]]) [[σκοτίζω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[σκιά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σκοτεινό, ασαφές, [[συγχέω]] («[[ὅμως]] ἐπεσκοτίσθη καὶ αὐτὸς ὑπὸ τοῡ φθόνου», Διογ.).
|mltxt=(AM [[ἐπισκοτίζω]]) [[σκοτίζω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[σκιά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σκοτεινό, ασαφές, [[συγχέω]] («[[ὅμως]] ἐπεσκοτίσθη καὶ αὐτὸς ὑπὸ τοῦ φθόνου», Διογ.).
}}
}}

Latest revision as of 12:22, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐπισκοτίζω) σκοτίζω
1. ρίχνω σκιά σε κάτι
2. κάνω κάτι σκοτεινό, ασαφές, συγχέωὅμως ἐπεσκοτίσθη καὶ αὐτὸς ὑπὸ τοῦ φθόνου», Διογ.).