επισκοτίζω

Greek Monolingual

(AM ἐπισκοτίζω) σκοτίζω
1. ρίχνω σκιά σε κάτι
2. κάνω κάτι σκοτεινό, ασαφές, συγχέωὅμως ἐπεσκοτίσθη καὶ αὐτὸς ὑπὸ τοῦ φθόνου», Διογ.).