επωμίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(14)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπωμίζομαι]]) [[επωμίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναλαμβάνω]] το [[βάρος]] της ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />φορτώνομαι [[επάνω]] στους ώμους μου («[[ταχέως]] ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῡ πελάγους», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐπωμίζομαι]]) [[επωμίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναλαμβάνω]] το [[βάρος]] της ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />φορτώνομαι [[επάνω]] στους ώμους μου («[[ταχέως]] ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῦ πελάγους», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐπωμίζομαι) επωμίς
νεοελλ.
αναλαμβάνω το βάρος της ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
φορτώνομαι επάνω στους ώμους μου («ταχέως ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῦ πελάγους», Λουκιαν.).