ἐπωμίζομαι
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
Med., put on one's shoulder, Ps.-Luc.Philopatr. 4.
German (Pape)
[Seite 1015] auf seine Schultern nehmen, Luc. Philopatr. 4.
French (Bailly abrégé)
prendre sur ses épaules, acc..
Étymologie: ἐπωμίς.
Russian (Dvoretsky)
ἐπωμίζομαι: брать на плечи (τινα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωμίζομαι: Μέσ., θέτω ἐπὶ τοῦ ὤμου μου, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 4.
Greek Monolingual
(AM ἐπωμίζομαι) επωμίς
νεοελλ.
αναλαμβάνω το βάρος της ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
φορτώνομαι επάνω στους ώμους μου («ταχέως ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῦ πελάγους», Λουκιαν.).