ἐπωμίζομαι

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπωμίζομαι Medium diacritics: ἐπωμίζομαι Low diacritics: επωμίζομαι Capitals: ΕΠΩΜΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epōmízomai Transliteration B: epōmizomai Transliteration C: epomizomai Beta Code: e)pwmi/zomai

English (LSJ)

Med., put on one's shoulder, Ps.-Luc.Philopatr. 4.

German (Pape)

[Seite 1015] auf seine Schultern nehmen, Luc. Philopatr. 4.

French (Bailly abrégé)

prendre sur ses épaules, acc..
Étymologie: ἐπωμίς.

Russian (Dvoretsky)

ἐπωμίζομαι: брать на плечи (τινα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπωμίζομαι: Μέσ., θέτω ἐπὶ τοῦ ὤμου μου, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 4.

Greek Monolingual

(AM ἐπωμίζομαι) επωμίς
νεοελλ.
αναλαμβάνω το βάρος της ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
φορτώνομαι επάνω στους ώμους μου («ταχέως ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῦ πελάγους», Λουκιαν.).