αναλαμβάνω

From LSJ

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362

Greek Monolingual

ἀναλαμβάνω
Ν αναλαβαίνω)
1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω
2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι
3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα
4. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναρρώνω, δυναμώνω
5. παθ. ανέρχομαι στον ουρανό και εξαφανίζομαι
«αναστάς εκ νεκρών ο Ιησούς ανελήφθη»
«αναλήφθηκαν τα χρυσαφικά»
νεοελλ.
1. επανακτώ τις προηγούμενες οικονομικές μου δυνάμεις μετά από πτώχευση, επανέρχομαι στην προηγούμενη οικονομική μου κατάσταση
2. (για καταθέσεις χρημάτων) παίρνω πίσω, αποσύρω, σηκώνω
3. παίρνω φωτιά, καίγομαι
«ουρανέ, ρίξε φωτιά, ο κόσμος ν’ αναλάβει» (Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. παίρνω μαζί μου
2. αναρτώ, κρεμώ
3. παίρνω για εξέταση
4. (για γυναίκα) μένω έγκυος, συλλαμβάνω
5. κάνω κάτι δικό μου, ιδιοποιούμαι
6. (για περιουσία) δημεύω
7. μαθαίνω μηχανικά, παπαγαλίζω
8. υψώνω (τη φωνή μου κ.λπ.)
9. δέχομαι, παίρνω πίσω, ξαναπαίρνω, ξαναποκτώ
10. επανορθώνω, διορθώνω, αποκαθιστώ
11. συνεχίζω τον λόγο μου μετά από διακοπή, επαναλαμβάνω, επανέρχομαι
12. συγκρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω, σταματώ
13. καλώ πίσω, ανακαλώ
14. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω την εύνοια κάποιου
15. (για ενδύματα) φορώ
16. (και μεσ.) «ἀναλαβεῖν τὸν πόλεμον» ή «κίνδυνον ἀναλαβέσθαι», επιχειρώ κάτι
17. (αυτοπ.) έρχομαι στα λογικά μου, συνέρχομαι
18. φρ. «ἀναλαμβάνω μνήμην», ξαναβρίσκω τη μνήμη μου
«ἀναλαμβάνω τῇ μνήμῃ», θυμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + λαμβάνω.
ΠΑΡ. ανάλημμα, αναληπτέος. αναληπτικός, ανάληψη (-ις)
αρχ.
ἀναληπτήρ, ἀναληπητρίς μσν.-νεοελλ. ἀνάλαβος.