κηλὶς: Difference between revisions

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
(6_12)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηλὶς''': ῑ, ῖδος, ἡ, [[ῥύπος]], [[σπίλος]], [[μολυσμός]], Τουρκ. «λεκές», ἰδίως ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 787, Σοφ. Ἠλ. 446, Εὐρ. Ι. Τ. 1200, κτλ.· οὐ ῥᾴδιον ἐκμάξαι τὴν... κηλῑδα ἐκ τοῡ κατόπτρου Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 8· ἐν ἱματίῳ καθαρῷ καὶ αἱ μικραὶ κ. ἔνδηλοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 37· [[ἱμάτιον]] κηλίδων μεστὸν Θεοφρ. Χαρ. 19. 2) μεταφ., ἐπὶ ἀνάγνου ἀνθρώπου, τοιάνδ’ ἐγὼ κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν Σοφ. Ο. Τ. 1384· ἐπὶ συμφορᾶς, [[αὐτόθι]] 833· κακῶν Ο. Κ. 1134· ἐπὶ ἀτιμίας, ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων ὃ δοκεῑ [[κηλὶς]] [[εἶναι]] τοῑς Λακεδαιμονίοις Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9· [[ἀτιμία]], αἰσχρὰ [[τιμωρία]], [[θεία]] [[κηλὶς]] προσπίπτει τῷ δράσαντι Ἀντιφῶν 123. 22· κ. εἰς ὑμᾱς ἀναφέρεται [[αὐτόθι]] 43, (ἴδε εν λέξ. [[κελαινός]]).
|lstext='''κηλὶς''': ῑ, ῖδος, ἡ, [[ῥύπος]], [[σπίλος]], [[μολυσμός]], Τουρκ. «λεκές», ἰδίως ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 787, Σοφ. Ἠλ. 446, Εὐρ. Ι. Τ. 1200, κτλ.· οὐ ῥᾴδιον ἐκμάξαι τὴν... κηλῑδα ἐκ τοῦ κατόπτρου Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 8· ἐν ἱματίῳ καθαρῷ καὶ αἱ μικραὶ κ. ἔνδηλοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 37· [[ἱμάτιον]] κηλίδων μεστὸν Θεοφρ. Χαρ. 19. 2) μεταφ., ἐπὶ ἀνάγνου ἀνθρώπου, τοιάνδ’ ἐγὼ κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν Σοφ. Ο. Τ. 1384· ἐπὶ συμφορᾶς, [[αὐτόθι]] 833· κακῶν Ο. Κ. 1134· ἐπὶ ἀτιμίας, ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων ὃ δοκεῑ [[κηλὶς]] [[εἶναι]] τοῑς Λακεδαιμονίοις Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9· [[ἀτιμία]], αἰσχρὰ [[τιμωρία]], [[θεία]] [[κηλὶς]] προσπίπτει τῷ δράσαντι Ἀντιφῶν 123. 22· κ. εἰς ὑμᾱς ἀναφέρεται [[αὐτόθι]] 43, (ἴδε εν λέξ. [[κελαινός]]).
}}
}}

Revision as of 12:35, 15 February 2019

Greek (Liddell-Scott)

κηλὶς: ῑ, ῖδος, ἡ, ῥύπος, σπίλος, μολυσμός, Τουρκ. «λεκές», ἰδίως ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 787, Σοφ. Ἠλ. 446, Εὐρ. Ι. Τ. 1200, κτλ.· οὐ ῥᾴδιον ἐκμάξαι τὴν... κηλῑδα ἐκ τοῦ κατόπτρου Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2. 8· ἐν ἱματίῳ καθαρῷ καὶ αἱ μικραὶ κ. ἔνδηλοι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 37· ἱμάτιον κηλίδων μεστὸν Θεοφρ. Χαρ. 19. 2) μεταφ., ἐπὶ ἀνάγνου ἀνθρώπου, τοιάνδ’ ἐγὼ κηλῑδα μηνύσας ἐμὴν Σοφ. Ο. Τ. 1384· ἐπὶ συμφορᾶς, αὐτόθι 833· κακῶν Ο. Κ. 1134· ἐπὶ ἀτιμίας, ἐστάθη τὴν ἀσπίδα ἔχων ὃ δοκεῑ κηλὶς εἶναι τοῑς Λακεδαιμονίοις Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 9· ἀτιμία, αἰσχρὰ τιμωρία, θεία κηλὶς προσπίπτει τῷ δράσαντι Ἀντιφῶν 123. 22· κ. εἰς ὑμᾱς ἀναφέρεται αὐτόθι 43, (ἴδε εν λέξ. κελαινός).