μολυσμός
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
ὁ, defilement, pollution, LXX Je.23.15, Aristeas 166, Str.17.2.4, 2 Ep.Cor.7.1, J.Ap.1.32 (pl.), Plu. 2.779c (pl.), Iamb.Myst.5.4.
German (Pape)
[Seite 201] ὁ, das Besudeln, die Befleckung; Plut. phil. c. princ. E.; N.T.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de salir, de souiller.
Étymologie: μολύνω.
Greek (Liddell-Scott)
μολυσμός: ὁ, τὸ μολύνειν ἢ μολύνεσθαι, μιασμός, Πλούτ. 2. 779C, Ἐπιστ. πρ. Κορ. ζ´, 1.
English (Strong)
from μολύνω; a stain; i.e. (figuratively) immorality: filthiness.
English (Thayer)
μολυσμοῦ, ὁ (μολύνω), defilement (Vulg. inquinamentum); an action by which anything is defiled: with the genitive of the thing defiled, σαρκός καί πνεύματος, Plutarch, mor., p. 779c.; (Josephus, contra Apion 1,32, 2; 2,24, 5; etc.); often in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
μολυσμός, ὁ (ΑΜ μολύνω
μόλυνση, μίανση
μσν.
αμάρτημα.
Greek Monotonic
μολυσμός: ὁ, μίασμα, διαφθορά, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μολυσμός, οῦ, ὁ, [from μολύνω
defilement, NTest.
Chinese
原文音譯:molusmÒj 摩呂士摩士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:染污(著)
字義溯源:污穢,污染,不潔;源自(μολύνω)*=污損),或出自(μέλας)=黑*)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 污穢(1) 林後7:1
Translations
abomination
Catalan: abominació; Chinese Mandarin: 厭惡; Czech: odpornost, ohavnost; Danish: afskyelighed, pestilens, vederstyggelighed; Dutch: afschuwelijk iets, gruwel, abominatie; Esperanto: abomenaĵo; Finnish: iljetys; Georgian: საზიზღრობა; German: Abscheulichkeit; Greek: βδέλυγμα, έκτρωμα, εξάμβλωμα; Ancient Greek: ἄγος, ἅγος, ἀπαλλοτρίωσις, βδέλυγμα, βδελυγμός, βδελυρία, κατάπτυσμα, μάκρυμμα, μίασμα, μόλυσμα, μολυσμός, μυσαρόν, μύσος, στύγημα, στύγος, τὸ μυσαρόν; Icelandic: viðurstyggð; Italian: abominio; Lithuanian: bjaurastis; Malay: kekejian; Mongolian: жигшүүртэй; Portuguese: abominação; Romanian: abominațiune; Russian: гадость, мерзость; Slovak: ohavnosť; Spanish: abominación, maldad; Sumerian: 𒀭𒉣𒈝; Swedish: avskyvärdhet, styggelse; Thai: สิ่งที่น่ารังเกียจ; Turkish: iğrençlik; Welsh: ffieiddbeth