κρικούμαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
(21)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κρικοῡμαι, -όομαι (Α) [[κρίκος]]<br />ασφαλίζομαι με κρίκο («ὁπλίζουσι δὲ καὶ τὰς γυναῑκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ χεῑλος τοῡ στόματος χαλκῷ κρίκῳ», <b>Στράβ.</b>).
|mltxt=κρικοῡμαι, -όομαι (Α) [[κρίκος]]<br />ασφαλίζομαι με κρίκο («ὁπλίζουσι δὲ καὶ τὰς γυναῑκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ χεῑλος τοῦ στόματος χαλκῷ κρίκῳ», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Greek Monolingual

κρικοῡμαι, -όομαι (Α) κρίκος
ασφαλίζομαι με κρίκο («ὁπλίζουσι δὲ καὶ τὰς γυναῑκας, ὧν αἱ πλείους κεκρίκωνται τὸ χεῑλος τοῦ στόματος χαλκῷ κρίκῳ», Στράβ.).