ἀνάλημμα

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλημμα Medium diacritics: ἀνάλημμα Low diacritics: ανάλημμα Capitals: ΑΝΑΛΗΜΜΑ
Transliteration A: análēmma Transliteration B: analēmma Transliteration C: analimma Beta Code: a)na/lhmma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is used for repairing or supporting; sling for a wounded limb, Hp.Off.23.
II any high erection or embankment, especially of substructures or retaining-walls, SIG2587.20, SIG290 (Delph.), 813A5 (Delph.), IG11.163A38 (Delos), cf. 165.33, D.S.17.71: pl., Id.20.36, D.H.3.69, IG4.203.21; τὸ ἀ. τῆς πόλεως Δαυίδ LXX 2 Ch.32.5; ἀ. ὑψηλὸν περιβόλου ἱεροῦ ib.Si.50.2.
III sun-dial, CIG2681, Vitr.9.7.7.
IV = μέρος τι τοῦ ἥπατος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): ἀνάλαμμα SIG 290 (Delfos IV a.C.)
I 1medic. cabestrillo Hp.Off.23.
2 arq. muro de contención en diversos tipos de construcciones IG 22.1672.20 (Eleusis IV a.C.), SIG l.c., IG 11(2).163A.38, 165.33 (Delos), FD 3.181.5 (I a.C.), IG 4.203.21
terraza, CIG 2681 (Yasos), D.H.3.69.1, D.S.17.71, 20.36, LXX Si.50.2, LXX 2Pa.32.5.
II 1astr. proyección sobre un plano de partes de la esfera celeste, Hero Dioptr.304.19, tít. de una obra de Ptolomeo, Vitr.9.6.1, 7.6, tít. de una obra del matemático Diodoro de Alejandría, Papp.246.1.
2 cierta parte del hígado Hsch.

German (Pape)

[Seite 195] τό, Erhebung, Aufrichtung? τὰ ἀναλήμματα, bei D. H. 3, 69. 4, 59, u. im sing. Diod. Sic. 17, 71, vgl. 20, 36, untergebaute Mauern, substructiones. die zur Befestigung u. Grnndlage dienen: Vitruv. nennt daher die auf ein solches Postament gestellte Sonnenuhr selbst analemmata.

Greek Monolingual

το (Α ἀνάλημμα)
τείχος που οικοδομείται για να συγκρατήσει από κατολίσθηση το υλικό ισοπέδου επιχωματώσεως σε επικλινές έδαφος, αντέρεισμα, πεζούλα
αρχ.
1. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως υποστήριγμα
2. ιατρ. χειρολάβος, η ταινία που περνιέται στον λαιμό για να συγκρατεί σπασμένο βραχίονα, ο αορτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -λῆμμα < λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάλημμα: ατος τό фундамент, подпора Diod.