λωποδυτώ: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(23) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α λωποδυτῶ, -έω) [[λωποδύτης]]<br />[[διαπράττω]] [[λωποδυσία]], [[κλέβω]] με [[πανουργία]], [[διαρπάζω]] με [[επιτηδειότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλέβω]], [[ληστεύω]], [[διαρπάζω]]<br /><b>2.</b> [[κλέβω]] [[κρυφά]] τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή [[αφαιρώ]] βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῡτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> επιδίδομαι σε [[λογοκλοπία]] («τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς | |mltxt=(Α λωποδυτῶ, -έω) [[λωποδύτης]]<br />[[διαπράττω]] [[λωποδυσία]], [[κλέβω]] με [[πανουργία]], [[διαρπάζω]] με [[επιτηδειότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλέβω]], [[ληστεύω]], [[διαρπάζω]]<br /><b>2.</b> [[κλέβω]] [[κρυφά]] τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή [[αφαιρώ]] βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῡτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> επιδίδομαι σε [[λογοκλοπία]] («τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῦσιν», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 15 February 2019
Greek Monolingual
(Α λωποδυτῶ, -έω) λωποδύτης
διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα
αρχ.
1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω
2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῡτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν», Λουκιαν.)
3. μτφ. επιδίδομαι σε λογοκλοπία («τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῦσιν», Ανθ. Παλ.).